ΧΑΡΩΝ: Ακούστε πως έχουν τα πράγματα. Όπως βλέπετε, το σκάφος μας είναι μικρό, σχεδόν σάπιο και τρύπιο. Αν γείρει προς τη μια ή την άλλη πλευρά, πάει, ανατράπηκε. Εσείς καταφθάνετε εδώ κατά στίφη, κουβαλώντας πολλά ο καθένας. Αν λοιπόν μπείτε μαζί με όλα τούτα, φοβάμαι μήπως έπειτα το μετανιώσετε, ιδιαίτερα όσοι δεν ξέρετε κολύμπι.
ΕΡΜΗΣ: Τι να κάνουμε λοιπόν για να έχουμε καλό ταξίδι;
ΧΑΡΩΝ: Θα σας πω εγώ. Πρέπει ν’ αφήσετε όλα τα περιττά στην παραλία και να επιβιβαστείτε γυμνοί, γιατί, ακόμη κι έτσι, μόλις που σας αντέχει το πλοίο. Όσο για σένα, Ερμή, να έχεις το νου σου από δω και πέρα να μην αφήσεις κανένα τους να μπει στο πλοίο, αν δεν είναι γυμνός και δεν έχει πετάξει τα πράγματά του, όπως είπα. Στάσου στη σκάλα, ξεχώριζε τους και βάλ’ τους μέσα, αφού πρώτα τους αναγκάσεις να γδυθούν.
ΕΡΜΗΣ: Καλά λες. Έτσι θα κάνουμε. Ε, ποιος είναι πρώτος;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Εγώ ο Μένιππος. Να το σακίδιό μου, Ερμή, και το μπαστούνι μου, τα ρίχνω στη λίμνη. Το τριμμένο πανωφόρι ούτε καν το έφερα και καλά έκανα.
ΕΡΜΗΣ: Μπες μέσα, Μένιππε, άξιε άνθρωπε, και πάρε την τιμητική θέση, δίπλα στον κυβερνήτη, εκεί ψηλά, για να τους βλέπεις όλους. Τούτος ο ωραίος πάλι ποιος είναι;
ΧΑΡΜΟΛΕΩΣ: Είμαι ο χαρμολέως από τα Μέγαρα, ο αξιαγάπητος, που το φιλί μου αξίζει δύο τάλαντα.
ΕΡΜΗΣ: Βγάλε λοιπόν την ομορφιά, τα χείλη μαζί με τα φιλιά, τα πυκνά μαλλιά, τα κόκκινα μάγουλα κι όλο σου το δέρμα. Εντάξει, ξαλάφρωσες, επιβιβάσου τώρα. Ποιος είσαι εσύ εκεί με το πορφυρό ένδυμα και το διάδημα, ο σκυθρωπός;
ΛΑΜΠΙΧΟΣ: Ο Λάμπιχος ο τύραννος της Γέλας.
ΕΡΜΗΣ: Γιατί λοιπόν, Λάμπιχε, κουβαλάς τόσα μαζί σου;
ΛΑΜΠΙΧΟΣ: Και γιατί έπρεπε να ‘ρθω γυμνός, Ερμή, τύραννος άνθρωπος;
ΕΡΜΗΣ: Τύραννος όχι, νεκρός ναι. Γι’ αυτό βγάλ΄ τα.
ΛΑΜΠΙΧΟΣ: Να, πέταξα τον πλούτο μου.
ΕΡΜΗΣ: Πέταξε και τη ματαιοδοξία, Λάμπιχε, μαζί με την υπεροψία. Θα βαρύνει η βάρκα, αν έρθουν κι αυτές μαζί.
ΛΑΜΠΙΧΟΣ: Άσε με τουλάχιστον να κρατήσω το διάδημα και τον μανδύα μου.
ΕΡΜΗΣ: Σίγουρα όχι. Άφησέ τα και τούτα.
ΛΑΜΠΙΧΟΣ: Ας είναι, τι άλλο; Τ’ άφησα όλα, όπως βλέπεις.
ΕΡΜΗΣ: Μένουν ακόμη η ωμότητα, η παλαβομάρα, η αυθάδεια και η οργή. Πέταξε και τούτα.
ΛΑΜΠΙΧΟΣ: Να, είμαι γυμνός.
ΕΡΜΗΣ: Τώρα μπες, κι εσύ ο χοντρός, ο πολύσαρκος, ποιος είσαι;
ΔΑΜΑΣΙΑΣ: Ο Δαμασίας ο αθλητής.
ΕΡΜΗΣ: Ναι, μοιάζεις. Σε ξέρω, γιατί σε είδα πολλές φορές στις παλαίστρες.
ΔΑΜΑΣΙΑΣ: Ναι, Ερμή. Άσε με όμως να μπω, αφού είμαι γυμνός.
ΕΡΜΗΣ: Δεν είσαι γυμνός, φίλε μου, με τόσες σάρκες πάνω σου. Βγάλ’ τες λοιπόν, γιατί θα βουλιάξεις το σκάφος αν ανεβάσεις έστω και το ένα σου πόδι. Πέταξε επίσης τα στεφάνια τούτα και τις διακηρύξεις της δύναμής σου.
ΔΑΜΑΣΙΑΣ: Να όπως βλέπεις, είμαι πραγματικά γυμνός και ίσος στο βάρος με τους άλλους νεκρούς.
ΕΡΜΗΣ: Καλύτερα έτσι ανάλαφρος. Μπες λοιπόν. Κι εσύ Κράτωνα, πέταξε τον πλούτο, την μαλθακότητα, την καλοπέραση και μη φέρνεις μέσα τις νεκρικές προσφορές ούτε τις διακρίσεις των προγόνων σου. Άσε πίσω σου καταγωγή, φήμη, τις δημόσιες διακηρύξεις προς τιμή σου, τις επιγραφές στους ανδριάντες, και μη λες πως κατασκεύασαν μεγάλο τάφο πάνω από το σώμα σου, γιατι βαραίνουν κι αυτά, όταν τα θυμάσαι.
ΚΡΑΤΩΝ: Δεν μου αρέσει, μα τα ρίχνω όλα. Τι άλλο μπορώ να κάνω;
ΕΡΜΗΣ: Πω, πω! Εσύ ο αρματωμένος, τι θέλεις; Γιατί κουβαλάς το τρόπαιο τούτο;
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: Επειδή νίκησα. Ερμή διακρίθηκα και η πόλη με τίμησε.
ΕΡΜΗΣ: Άσε πάνω στη γη το τρόπαιο. Στον Άδη υπάρχει ειρήνη και δεν θα σου χρειαστούν τα όπλα. Τούτος πάλι ο σεβάσμιος, αν κρίνω από την εμφάνιση, και υπερήφανος, με τα σηκωμένα φρύδια, ο περίφροντις, ποιος να είναι, αυτός με τη μακριά γενειάδα;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Κάποιος φιλόσοφος , Ερμή, ή καλύτερα κάποιος τσαρλατάνος, που όλο κουβεντιάζει για θαύματα. Γδύσ’ τον λοιπόν και τούτον. Θα δεις πολλά και γελοία πράγματα κάτω από το πανωφόρι του.
ΕΡΜΗΣ: Βγάλε πρώτα τη στολή κι έπειτα όλα τα άλλα. Δία μου, πόση αμάθεια, διχόνοια, ματαιοδοξία, αναπάντητα ερωτήματα, ακανθώδη επιχειρήματα, πολύπλοκες έννοιες, αλλά και πάρα πολλή ματαιοπονία, ουκ ολίγη ανοησία, κούφια λόγια, σχολαστικισμό, μα τον Δία, και χρυσάφι, ηδυπάθεια, αναισχυντία, οργή, τρυφή και μαλθακότητα! Δεν μου ξέφυγε τίποτε, αν και προσπαθείς επιμελώς να τα κρύψεις. Πέταξε και το ψέμα, την περηφάνια και την πεποίθηση πως είσαι ανώτερος από τους άλλους. Αν πήγαινες να επιβιβαστείς με όλα τούτα, ούτε πολεμικό πλοίο με πενήντα κουπιά δεν θα σε άντεχε.
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ: Τα πετώ λοιπόν, αφού έτσι με διατάζεις.
ΜΕΝΥΠΠΟΣ: Ναι, αλλά πρέπει να βγάλεις και το μούσι, Ερμή, που είναι βαρύ και φουντωτό, όπως βλέπεις. Έχει τουλάχιστον διόμισυ κιλά μαλλί.
ΕΡΜΗΣ: Καλά λες. Βγάλ’ το και τούτο.
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ: Και ποιος θα με κουρέψει;
ΕΡΜΗΣ: Ο Μένιππος από δω θα πάρει πέλεκυ ναυπηγού και θα το κόψει, χρησιμοποιώντας τη σκάλα για κούτσουρο.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Όχι, Ερμή, δώσε μου πριόνι. Θα έχει περισσότερη πλάκα έτσι.
ΕΡΜΗΣ: Κι ο πέλεκυς καλός είναι. Μπράβο. Τώρα που έχασες το τραγίσιο γένι, δείχνεις πιο ανθρώπινος.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Θέλεις ν’ αραιώσω λίγο και τα φρύδια του;
ΕΡΜΗΣ: Σίγουρα, τα σηκώνει πάνω από το μέτωπο, λες και θέλει να φτάσει κι εγώ δεν ξέρω που. Τι συμβαίνει; Κλαις κάθαρμα, και δειλιάζεις μπροστά στον θάνατο; Μπες μέσα λοιπόν.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Έχει ακόμη κάτι πολύ βαρύ κάτω από τη μασχάλη.
ΕΡΜΗΣ: τι, Μένιππε;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Την κολακεία, Ερμή, που του χρησίμευσε πολύ στη ζωή του.
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ: Πέταξε τότε κι εσύ, Μένιππε, την ελευθερία, την παρρησία, την ευθυμία, την ανώτερη συμπεριφορά και το γέλιο. Είσαι ο μόνος που γελάς.
ΕΡΜΗΣ: Όχι, κράτησέ τα, είναι ελαφρά, μεταφέρονται εύκολα κι είναι χρήσιμα στο ταξίδι. Εσύ πάλι, ρήτορα, πέταξε την τόση απεραντολογία, τις αντιθέσεις, τις παρισώσεις, τις περιόδους, τους βαρβαρισμούς και τα άλλα που βαραίνουν τα λόγια σου.
ΡΗΤΟΡΑΣ: Ορίστε, τα πετώ.
ΕΡΜΗΣ: Ωραία, λύσε λοιπόν τα παλαμάρια, ας ανεβάσουμε τη σκάλα, ας σηκώσουμε την άγκυρα, άπλωσε το πανί, κι εσύ, Χάρωντα, πάρε το τιμόνι. Καλό μας ταξίδι. Γιατί θρηνείτε, ματαιόδοξοι, ιδίως εσύ ο φιλόσοφος, που μόλις σου λεηλάτησαν το μούσι;
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ: Επειδή, Ερμή, νόμιζα πως η ψυχή μένει αθάνατη.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Ψέματα λέει, αλλά τον στενοχωρούν.
ΕΡΜΗΣ: Ποια;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Το ότι δεν θα παίρνει πια μέρος σε πολυτελή δείπνα ούτε θα βγαίνει έξω τη νύχτα, κρυφά απ’ όλους, με το πανωφόρι τυλιγμένο γύρο από το κεφάλι, για να φέρνει γύρα τα πορνεία και το πρωί να εξαπατά τους νέους και να παίρνει χρήματα για τη σοφία του. Αυτά τον στεναχωρούν.
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ: Εσύ, Μένιππε, δεν στεναχωριέσαι που πέθανες;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Πως θα μπορούσα, αφού επίσπευσα τον θάνατό μου, χωρίς να με καλέσει κανείς; Τώρα που μιλάμε όμως, δεν ακούγεται ένας θόρυβος, λες και κάποιοι φωνάζουν στη γη;
ΕΡΜΗΣ: Ναι, Μένιππε, και δεν ακούγεται από ένα μέρος. Άλλοι έχουν συγκεντρωθεί στην εκκλησία του δήμου και γελούν, ευχαριστημένοι όλοι με το θάνατο του Λαμπίχου, οι γυναίκες έχουν πιάσει τη γυναίκα του, ενώ τα παιδάκια του τα χτυπούν με πολλές πέτρες άλλα παιδιά. Άλλοι πάλι, στη Σικυώνα , επαινούν τον ρήτορα Διόφαντο για τον επιτάφιο λόγο προς τιμή του Κράτωνα από δω. Και μα τον Δία, η μητέρα του Δαμασία οδύρεται και σέρνει το μοιρολόγι μαζί με τις άλλες γυναίκες για τον Δαμασία. Εσένα όμως Μένιππε, κανένας δεν σε κλαίει. Είσαι ο μόνος που αναπαύεται ήσυχα.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Κάθε άλλο, θ’ ακούσεις μετά από λίγο τα σκυλιά να ουρλιάζουν σπαρακτικά για μένα και τα κοράκια να χτυπούν τα φτερά τους, όταν συγκεντρωθούν και με θάψουν.
ΕΡΜΗΣ: Είσαι ανώτερος άνθρωπος, Μένιππε. Αλλά τώρα που φτάσαμε, εσείς πηγαίνετε στο δικαστήριο, ακολουθώντας την ευθεία εκείνη, ενώ εγώ και ο πορθμέας θα πάμε να φέρουμε άλλους.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Καλό ταξίδι να’ χετε, Ερμή. Πάμε κι εμείς. Γιατί λοιπόν καθυστερείτε; Θα χρειαστεί να δικαστούμε και λένε πως οι τιμωρίες είναι βαριές- τροχοί, βράχοι και γύπες. Θα αποκαλυφθεί βλέπετε, η ζωή του καθενός.
Πηγή: ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, από τους Νεκρικούς Διαλόγους…
Έρευνα από Geoofy