19.2.10

18.2.10

Ημιμαθής προσήλωση στα ''παραδοσιακά''



.... να μην ξεχνάμε επίσης πως η χώρα ήταν κατεστραμμένη από τον πόλεμο,την κατοχή και τους Γερμανούς και το επίσημο ελληνικό κράτος εκείνου του καιρού χτυπούσε κάθε τόσο ένα τεράστιο γκονγκ από το ραδιόφωνο για να μας θυμίζει,με βροντερή φωνή,πως είμαστε τριών χιλιάδων χρόνων γέροι,λες και ήταν φάρμακο ή συνταγή για ανοικοδόμηση.
Έτσι λοιπόν γεννήθηκε η ανάγκη για ότι μικρό,αληθινό και ταπεινό: αντίδραση υγιής,των φωτισμένων,στο φανφαρονισμό και στον επίσημο και προγονόπληκτο σκοταδισμό.Το γραφικό υπήρξε απαραίτητο.Με μόνη διαφορά,πως δεν πρόφτασε να γίνει ουσία και να ξεπεραστεί μέσα από διεργασίες πνευματικές.Άρχισε ο τουρισμός,η καλοπέραση και το εμπόριο.Υποχρεωθήκαμε να φορέσουμε τις εθνικές στολές και να χορέψουμε τον Καλαματιανό για Γάλλους,Άγγλους και Γερμανούς.Να φωτογραφηθούμε με σπασμένες κολώνες και να μιλήσουμε αρχαία σε αγγλική μετάφραση.Έτσι σήμερα ζούμε την τόσο συγκεχυμένη σχέση μας με την παράδοση.Όλα τα θεωρούμε απαραίτητα,για να μπορέσουμε στο μέλλον να συμπληρώσουμε πιστοποιητικά καταγωγής.
Και ακούγεται παντού το κάπως φαρισαϊκό μας αίτημα.Η Ταυτότητα.Να μην χάσουμε την εθνική μας ταυτότητα.Αλλά κανείς δεν επιχειρεί να διευκρινίσει ποια στοιχεία ακριβώς συνθέτουν την ταυτότητα μας,για να φροντίσουμε να τα μαζέψουμε και να τα προφυλάξουμε επιμελώς μέσα σε πλαστική σακούλα ή δερμάτινη θήκη.Και τέλος, μας είναι πράγματι απαραίτητη,με τα στοιχεία του παρελθόντος?Αρχίζω να αμφιβάλλω.
Κείνο που νιώθω σίγουρα μέσα μου είναι μια φυσική απέχθεια σ 'ότι χρειάζεται παράσταση,σε ότι γραφικό.Δεν με ενδιαφέρουν οι συνήθειες του πατέρα μου και των λοιπών συγγενών,παρά μόνο στο ποσοστό που συντηρούνται μέσα μου και με εξυπηρετούν στο σήμερα.Και αν αυτό που περιέχω είναι μια ένδειξη ελληνικής παράδοσης,τότε καλώς να υπάρξει.Γιατί δε μ'αρέσει να παριστάνω τον πολύ Έλληνα.Θέλω να είμαι όσο είμαι.Καιρός είναι η έννοια Έλληνας να δώσει τη θέση της στη έννοια άνθρωπος.Και τότε πιστεύω πως θα συνδεθούμε με μια πιο βαθιά παράδοση που,κατά σύμπτωση,είναι και αυτή γνησίως ελληνική.
Με δυο λόγια το θέμα μας είναι:Υπάρχει στον καιρό μας μια υπερβολική και αυθαίρετη χρήση της έννοιας παράδοση.Δημιουργούμε παραστάσεις και αποτυπώνουμε τις έγχρωμες φωτογραφίες στη μνήμη των προγόνων μας.Μπερδεύουμε τους ήρωες και το περιεχόμενο τους και τους κάνουμε να ζουν δισδιάστατα.
Είμαστε σε θέση λοιπόν να βρούμε την αληθινή ροή μας μέσα στους καιρούς που έρχονται, για να δεχθούμε κάποτε μια οδυνηρή πραγματικότητα σαν τη μόνη αλήθεια?
Ποια είναι τα ηθικά στοιχεία μέσα από την παράδοση για να συλλέξουμε και πως θα επιτευχθεί η απόρριψη του γραφικού?
Γιατί,να πούμε την αλήθεια,η αφελής υπενθύμιση της εκ παραδόσεως αρετής μας και της παραδοσιακής γραφικής ιδιοτυπίας μας ,αν δεν προκαλεί θυμηδία,τουλάχιστον ενισχύει τον τουρισμό,είναι εμπορεύσιμη και στοχεύει στο να ενισχύσει το εθνικό μας φρόνημα.Άλλο,αν με το εμπόριο του γραφικού εκπορνεύεται η εθνική μας ευαισθησία και με τη συνεχή πλύση εγκεφάλου περί του εθνικού,διαβρώνεται η ψυχικότητα και η πνευματική αντοχή μας.


Αποσπασματα:Mανος Χατζιδάκις-Ο καθρέφτης και το μαχαίρι
Εκδόσεις:Ίκαρος




6.2.10

Μια νύχτα,μια βροχή,ένα κρύο....



Στο Βερολίνο έχω έναν φίλο που είναι εκδότης. Είναι καθ όλα Γερμανός, έχει μια μοτοσυκλέτα κι ένα πανέμορφο μαύρο κράνος που κάποτε προσπάθησα να τον πείσω να ζωγραφίσει στις πλευρές του έναν φλεγόμενο, κατακίτρινο δράκο, με μια ωραία επιγραφή, ένα σύνθημα, κάτι σαν: «Οι άγγελοι της ταξικής πάλης». Ο φίλος μου ανήκει στην αριστερά, αλλά είναι Γερμανός, γι αυτό πάντοτε αρνιόταν ν αγγίξει το κράνος.
Δουλεύει δέκα ώρες την ημέρα ως διευθυντής του εκδοτικού οίκου. Το Σάββατο περιορίζεται να δουλεύει οκτώ ώρες στον εκδοτικό οίκο, γιατί νιώθει ότι εκεί βρίσκεται όλο του το πάθος, όλα τα πράγματα που έχει ανάγκη να κάνει. Η Κυριακή, επιτέλους, είναι αφιερωμένη στη βόλτα με τρία διαφορετικά παιδιά, από τρεις διαφορετικούς γάμους, με απολύτως ακριβές ωράριο: από τις 8 έως τις 10.30, από τις 11 έως τις 14 κ.ο.κ. Είναι τα ίδια τα παιδιά, αναμφιβόλως, Γερμανοί κι αυτά, που του λένε: «Μπαμπά, είναι 11.30, ώρα να πας στο άλλο».
Πήγα στο Βερολίνο και του πρότεινα να έρθει στο Μεξικό για να συμμετάσχει σε μια διεθνή συνάντηση διανοουμένων, σε μια κίνηση αλληλεγγύης στο κίνημα των Ζαπατίστας. Μου απάντησε: «Πάκο, δεν μπορώ να έρθω, γιατί έχω να κάνω περιφρούρηση τη νύχτα». Ξαφνιασμένος τον ρώτησα: «Τι περιφρούρηση έχεις να κάνεις τη νύχτα;». Μου απάντησε: «Έλα μαζί μου».
Πήγα στον εκδοτικό οίκο και περίμενα να τελειώσει τις δώδεκα ώρες εργασίας του. Στις 20 φύγαμε σκαρφαλωμένοι στη μοτοσυκλέτα του, αυτός φορούσε το μαύρο κράνος, και αρχίσαμε να διασχίζουμε σε μήκος και σε πλάτος αυτή τη φοβερή και απαίσια πόλη που είναι το Βερολίνο. Για να πάμε στον προορισμό μας μου δάνεισε το λευκό κράνος ενός από τα παιδιά του, ένα πανέμορφο κράνος, με μια εικόνα του Σνούπυ στο μπροστινό μέρος.
Κάναμε την απαραίτητη διαδρομή και τελικά φτάσαμε στην τρομακτική περιφέρεια του Βερολίνου, μπροστά σ ένα φρικτό, τριώοροφο σπίτι, στην είσοδο του οποίου υπήρχε μια ομάδα πενήντα ατόμων. Όταν φτάσαμε, αυτά τα πενήντα άτομα έκαναν έναν κύκλο γύρω από το σπίτι και κάθησαν στο έδαφος. Όντας Γερμανοί, δεν τραγουδούσαν και δεν έκαναν τίποτ άλλο: καθόντουσαν εκεί χάμω, με τα χέρια σταυρωμένα, σιωπηλοί.
Σ εκείνο το σπίτι ζούσαν πάνω-κάτω έντεκα οικογένειες Τούρκων μεταναστών.
Αυτό, ο φίλος μου ο εκδότης το έκανε εδώ και δύο μήνες μπροστά από το σπίτι των Τούρκων μεταναστών και θα το έκανε για άλλους τρεις ακόμα, προκειμένου να εμποδίσει, μαζί με τους- άλλους Γερμανούς που βρίσκονταν εκεί, μια επιδρομή ξενόφοβων ναζιστών, που έκαιγαν τα σπίτια των προσφύγων, των μεταναστών. Ο φίλος μου δούλευε δώδεκα ώρες στον εκδοτικό οίκο, μετά έκανε οκτώ ώρες τη νύχτα περιφρούρηση και αφού κοιμόταν, τις περισσότερες φορές τρεις ή τέσσερις ώρες, πήγαινε κατευθείαν στο γραφείο, πάντοτε στην ώρα του, με τη μεγίστη ακρίβεια. Εν συντομία, μια από τις πιο ωραίες κινήσεις που έχω δει στη ζωή μου: σκότωνε, κατέστρεφε συστηματικά και κανονικά τις νύχτες του, γιατί έτσι έντεκα οικογένειες Τούρκων θα μπορούσαν να κοιμούνται ήσυχες.
Όταν τελείωσε η αγρύπνια, ο φίλος μου με πήγε στο ξενοδοχείο και με ρώτησε:
«θέλεις ακόμα ν αφήσω όλα αυτά εδώ και να έρθω στο Μεξικό, στη συνάντηση αλληλεγγύης στους Ζαπατίστας;».
Του απάντησα: «Όχι, όχι, μείνε, είσαι χρήσιμος εδώ, γιατί αν μείνεις και ξαγρυπνάς για να ονειρεύονται οι Τούρκοι, κι εγώ θα κοιμάμαι καλύτερα».

Αποσπάσματα:Πάκο Ιγνάσιο Ταιμπό ΙΙ-Τρεις ιστορίες για Ζαπατίστας,εκεί που δεν υπάρχουν Ζαπατίστας
Εκδόσεις:Eλευθεριακή Κουλτούρα

5.2.10

To λιοντάρι σκοτώνει κοιτάζοντας



Ονειρεύεται ο Αντόνιο ότι η γη που δουλεύει του ανήκει,
ονειρεύεται ότι ο ιδρώτας του πληρώνεται με δικαιοσύνη και αλήθεια,
ονειρεύεται ότι υπάρχει σχολείο για να γιατρέψει την άγνοια και το φάρμακο για να τρομάξει το θάνατο,
ονειρεύεται ότι το σπίτι του φωτίζεται και ότι το τραπέζι του γεμίζει,
ονειρεύεται ότι η γη του είναι λεύτερη και ότι είναι θέμα του λαού του να κυβερνά και να κυβερνιέται,
ονειρεύεται πως είναι εντάξει με τον ίδιο του τον εαυτό και με τον κόσμο.
Ονειρεύεται ότι πρέπει να αγωνιστεί για να αποκτήσει αυτό το όνειρο,
ονειρεύεται πως πρέπει να υπάρξουν νεκροί για να υπάρξει ζωή.
Ονειρεύεται ο Αντόνιο και ξυπνάει.......
τώρα ξέρει τι να κάνει και βλέπει τη γυναίκα του καθισμένη στις φτέρνες να φυσά τη φωτιά,ακούει το παιδί του να κλαίει,βλέπει τον ήλιο να χαιρετά την ανατολή και ακονίζει τη μανσέτα του χαμογελώντας.
Ένας άνεμος σηκώνεται και ανακατεύει τα πάντα,αυτός σηκώνεται και πηγαίνει να συναντήσει άλλους.Κάτι του λέει πως η επιθυμία του είναι επιθυμία πολλών και πηγαίνει να τους βρει.

..........................................



Ονειρεύεται ο αντιβασιλιάς ότι η γη του σείεται από έναν άνεμο φοβερό που τα πάντα σηκώνει,
ονειρεύεται πως αυτό που έκλεψε του το παίρνουν,
ονειρεύεται πως το σπίτι του καταστρέφεται και ότι το βασίλειο που κυβέρνησε καταρρέει.
Ονειρεύεται και δεν κοιμάται.
Ο αντιβασιλιάς πηγαίνει στους φεουδάρχες και αυτοί του λένε πως ονειρεύονται το ίδιο.Ο αντιβασιλιάς δεν ξεκουράζεται,πηγαίνει στους γιατρούς και όλοι μαζί καταλήγουν πως πρόκειται για ινδιάνικη μαγεία και όλοι μαζί καταλήγουν πως μονάχα με αίμα θα λευτερωθεί από την κατάρα και ο αντιβασιλιάς διατάζει να σκοτώσουν και να φυλακίσουν και χτίζει περισσότερες φυλακές και φυλάκια και το όνειρο συνεχίζει να τον κρατά άγρυπνο.Σ΄αυτήν τη χώρα όλοι ονειρεύονται.
Πλησιάζει πια η ώρα του ξυπνήματος.

Αποσπάσματα:Subcomandante Marcos-Ιστορίες του Γερο-Αντόνιο
Εκδόσεις Ροές