6.2.10

Μια νύχτα,μια βροχή,ένα κρύο....



Στο Βερολίνο έχω έναν φίλο που είναι εκδότης. Είναι καθ όλα Γερμανός, έχει μια μοτοσυκλέτα κι ένα πανέμορφο μαύρο κράνος που κάποτε προσπάθησα να τον πείσω να ζωγραφίσει στις πλευρές του έναν φλεγόμενο, κατακίτρινο δράκο, με μια ωραία επιγραφή, ένα σύνθημα, κάτι σαν: «Οι άγγελοι της ταξικής πάλης». Ο φίλος μου ανήκει στην αριστερά, αλλά είναι Γερμανός, γι αυτό πάντοτε αρνιόταν ν αγγίξει το κράνος.
Δουλεύει δέκα ώρες την ημέρα ως διευθυντής του εκδοτικού οίκου. Το Σάββατο περιορίζεται να δουλεύει οκτώ ώρες στον εκδοτικό οίκο, γιατί νιώθει ότι εκεί βρίσκεται όλο του το πάθος, όλα τα πράγματα που έχει ανάγκη να κάνει. Η Κυριακή, επιτέλους, είναι αφιερωμένη στη βόλτα με τρία διαφορετικά παιδιά, από τρεις διαφορετικούς γάμους, με απολύτως ακριβές ωράριο: από τις 8 έως τις 10.30, από τις 11 έως τις 14 κ.ο.κ. Είναι τα ίδια τα παιδιά, αναμφιβόλως, Γερμανοί κι αυτά, που του λένε: «Μπαμπά, είναι 11.30, ώρα να πας στο άλλο».
Πήγα στο Βερολίνο και του πρότεινα να έρθει στο Μεξικό για να συμμετάσχει σε μια διεθνή συνάντηση διανοουμένων, σε μια κίνηση αλληλεγγύης στο κίνημα των Ζαπατίστας. Μου απάντησε: «Πάκο, δεν μπορώ να έρθω, γιατί έχω να κάνω περιφρούρηση τη νύχτα». Ξαφνιασμένος τον ρώτησα: «Τι περιφρούρηση έχεις να κάνεις τη νύχτα;». Μου απάντησε: «Έλα μαζί μου».
Πήγα στον εκδοτικό οίκο και περίμενα να τελειώσει τις δώδεκα ώρες εργασίας του. Στις 20 φύγαμε σκαρφαλωμένοι στη μοτοσυκλέτα του, αυτός φορούσε το μαύρο κράνος, και αρχίσαμε να διασχίζουμε σε μήκος και σε πλάτος αυτή τη φοβερή και απαίσια πόλη που είναι το Βερολίνο. Για να πάμε στον προορισμό μας μου δάνεισε το λευκό κράνος ενός από τα παιδιά του, ένα πανέμορφο κράνος, με μια εικόνα του Σνούπυ στο μπροστινό μέρος.
Κάναμε την απαραίτητη διαδρομή και τελικά φτάσαμε στην τρομακτική περιφέρεια του Βερολίνου, μπροστά σ ένα φρικτό, τριώοροφο σπίτι, στην είσοδο του οποίου υπήρχε μια ομάδα πενήντα ατόμων. Όταν φτάσαμε, αυτά τα πενήντα άτομα έκαναν έναν κύκλο γύρω από το σπίτι και κάθησαν στο έδαφος. Όντας Γερμανοί, δεν τραγουδούσαν και δεν έκαναν τίποτ άλλο: καθόντουσαν εκεί χάμω, με τα χέρια σταυρωμένα, σιωπηλοί.
Σ εκείνο το σπίτι ζούσαν πάνω-κάτω έντεκα οικογένειες Τούρκων μεταναστών.
Αυτό, ο φίλος μου ο εκδότης το έκανε εδώ και δύο μήνες μπροστά από το σπίτι των Τούρκων μεταναστών και θα το έκανε για άλλους τρεις ακόμα, προκειμένου να εμποδίσει, μαζί με τους- άλλους Γερμανούς που βρίσκονταν εκεί, μια επιδρομή ξενόφοβων ναζιστών, που έκαιγαν τα σπίτια των προσφύγων, των μεταναστών. Ο φίλος μου δούλευε δώδεκα ώρες στον εκδοτικό οίκο, μετά έκανε οκτώ ώρες τη νύχτα περιφρούρηση και αφού κοιμόταν, τις περισσότερες φορές τρεις ή τέσσερις ώρες, πήγαινε κατευθείαν στο γραφείο, πάντοτε στην ώρα του, με τη μεγίστη ακρίβεια. Εν συντομία, μια από τις πιο ωραίες κινήσεις που έχω δει στη ζωή μου: σκότωνε, κατέστρεφε συστηματικά και κανονικά τις νύχτες του, γιατί έτσι έντεκα οικογένειες Τούρκων θα μπορούσαν να κοιμούνται ήσυχες.
Όταν τελείωσε η αγρύπνια, ο φίλος μου με πήγε στο ξενοδοχείο και με ρώτησε:
«θέλεις ακόμα ν αφήσω όλα αυτά εδώ και να έρθω στο Μεξικό, στη συνάντηση αλληλεγγύης στους Ζαπατίστας;».
Του απάντησα: «Όχι, όχι, μείνε, είσαι χρήσιμος εδώ, γιατί αν μείνεις και ξαγρυπνάς για να ονειρεύονται οι Τούρκοι, κι εγώ θα κοιμάμαι καλύτερα».

Αποσπάσματα:Πάκο Ιγνάσιο Ταιμπό ΙΙ-Τρεις ιστορίες για Ζαπατίστας,εκεί που δεν υπάρχουν Ζαπατίστας
Εκδόσεις:Eλευθεριακή Κουλτούρα

Δεν υπάρχουν σχόλια: